Αρετή Τσινού ΚΛΙΝΙΚΟΣ ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ

Αγχώδεις Διαταραχές

  • Αγχώδεις Διαταραχές Αγχος Πανικός

Άγχος
Η κλινική εικόνα ενός ατόμου που παρουσιάζει Γενικευμέη Αγχώδης Διαταραχή (ΓΑΔ) είναι υπερβολικό άγχος και ανησυχία (φοβισμένη προσδοκία) που συμβαίνει τις περισσότερες μέρες για 6 τουλάχιστον μήνες, για έναν αριθμό γεγονότων ή δραστηριοτήτων (όπως η δουλειά ή η σχολική επίδοση). Το άτομο είναι δύσκολο να ελέγξει την ανησυχία. Απαιτούνται τρία ή περισσότερα από τα παρακάτω έξι συμπτώματα (με τουλάχιστον κάποια συμπτώματα παρόντα τις περισσότερες μέρες για τους τελευταίους 6 μήνες).
- εύκολη κόπωση
- δυσκολία στη συγκέντρωση ή νιώθει το μυαλό του άδειο
- ευερεθιστότητα
- μυϊκή τάση
- διαταραχή του ύπνου (δυσκολία στο να κοιμηθεί ή να παραμείνει κοιμισμένος ή ανήσυχος μη ικανοποιητικός ύπνος)
Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι το άγχος δεν πρέπει να εστιάζεται σε ανησυχία ότι το άτομο θα έχει κρίση πανικού (Διαταραχή Πανικού), θα νιώσει αμήχανα δημοσίως (Κοινωνική Φοβία), θα μολυνθεί (Ψυχαναγκαστική Καταναγκαστική Διαταραχή), θα είναι μακριά από το σπίτι του ή τους στενούς συγγενείς (Διαταραχή Άγχους Αποχωρισμού), θα βάλει βάρος (Ψυχογενή Ανορεξία), θα έχει πολλαπλά σωματικά ενοχλήματα (Σωματοποιητική Διαταραχή) ή θα έχει κάποια σοβαρή ασθένεια (Υποχονδρίαση). Τέλος, να σημειωθεί ότι το άγχος και η ανησυχία δεν παρουσιάζονται αποκλειστικά κατά τη διάρκεια διαταραχής Μετά Από Ψυχοτραυματικό Στρες.
Ε. Το άγχος, η ανησυχία ή τα σωματικά συμπτώματα προκαλούν κλινικά σημαντική υποκειμενική ενόχληση ή έκπτωση στον κοινωνικό, επαγγελματικό ή άλλους σημαντικούς τομείς της λειτουργικότητας.
ΣΤ. Η διαταραχή δεν οφείλεται στα άμεσα φυσιολογικά αποτελέσματα της δράσης μιας ουσίας (πχ κατάχρηση ουσιών, κάποιο φάρμακο) ή μιας γενικής ιατρικής κατάστασης (πχ υπερθυρεοειδισμός) και δεν συμβαίνει αποκλειστικά κατά τη διάρκεια κάποιας Διαταραχής της Διάθεσης, κάποιας Ψυχωτικής Διαταραχής, ή κάποιας Βαριάς Εκτεταμένης Διαταραχής της Ανάπτυξης.

      Πανικός

Διαταραχή πανικού ή αλλιώς κρίση πανικού, έχουμε όταν υπέρμετρο άγχος εμφανίζεται και διογκώνεται στη ζωή ενός ανθρώπου, απειλώντας άμεσα τη ψυχική και σωματική του ύπαρξη. (Για να πούμε ότι κάποιος παρουσιάζει κρίση πανικού, αρκούν συνδυασμός τεσσάρων συμπτωμάτων από τα ακόλουθα):
Ψυχολογικά Συμπτώματα

    Αδυναμία προσοχής και συγκέντρωσης

    Έντονος φόβος για την υγεία και πολλές φορές τρόμος για την απώλεια της ζωής

    Φόβος ότι το άτομο θα χάσει τον έλεγχο

    Φόβος ότι το άτομο οδηγείται στην παράνοια

    Έντονος φόβος ότι η κατάσταση αυτή θα επαναληφθεί

    Φόβος για κλειστούς χώρους-έλλειψη οξυγόνου

    Φόβος για πολύβουα και πολυπληθή μέρη-αποφυγή του συγχρωτισμού με πλήθος ανθρώπων

    Υποχόνδρια συμπεριφορά σε σχέση με την υγεία

Σωματικά Συμπτώματα

    Δύσπνοια (αίσθηση ότι δεν υπάρχει αρκετό οξυγόνο, με αποτέλεσμα το άτομο να αναπνέει γρήγορα και ακατάστατα)

    Ταχυκαρδία και αίσθημα παλμών

    Μυϊκή ένταση και σφίξιμο, πολλές φορές κράμπες

    Τάση λιποθυμίας

    Ζάλη και τρέμουλο

    Αίσθημα αστάθειας και έλλειψης ισορροπίας

    Αίσθημα βάρους στο στήθος, σαν να είναι πολύ βαρύ και θα πνιγεί

    Μούδιασμα και μυρμηγκιάσματα σε όλο το σώμα

    Εξάψεις-ρίγη και έντονη εφίδρωση κυρίως στα άκρα

    Ναυτία και στο στομάχι και έντονη τάση προς εμετό

 

      Τραυματικό στρες
Το 1899 ο Freud αναφέρθηκε αρχικά στην έννοια του τραύματος τονίζοντας ότι οι αναμνήσεις δεν αναδύονται αλλά σχηματίζονται βάσει των εξωτερικών ερεθισμάτων. Το 1920 ο Freud στα πλαίσια της θεραπείας ενηλίκων που είχαν εμπλακεί στο Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, αναφέρεται στον όρο τραύμα ως το «ρήγμα» (“breach”) του «διεγερτικού φράγματος» (“stimulus barier”). Σύμφωνα με τον Freud (1920) τραύμα είναι το αποτέλεσμα ενός έντονου και απρόσμενου γεγονότος που παρεμβαίνει στους καθημερινούς μηχανισμούς άμυνας του ατόμου. Το 1926 ο Freud, προσδιόρισε την συναισθηματική αντίδραση του ατόμου στο ψυχικό τραύμα ως μια «αίσθηση ολοσχερούς αδυναμίας». Ο Freud υποστηρίζει ότι «στα όνειρά τους οι ασθενείς με τραυματικές νευρώσεις επαναλαμβάνουν τακτικά τη τραυματική σκηνή…είναι σαν να μην έχει τελειώσει για αυτούς η τραυματική σκηνή, σαν να βρίσκεται μπροστά τους ως επίκαιρο πρόβλημα που ακόμη δεν έχει λυθεί.» (Freud, 1917). Οι  όροι που απέδωσε ο Freud κατά την περίοδο 1920-1926, χρησιμοποιούνται ακόμα και σήμερα (Freud, 1920/1955, 1926/1959).
Η Terr (1985) ορίζει το ψυχικό τραύμα ως την συναισθηματική εκείνη κατάσταση που έπεται ενός ξαφνικού, αναπάντεχου και έντονου εξωτερικού ερεθίσματος που ξεπερνά τους αμυντικούς μηχανισμούς του ατόμου καθιστώντάς το αδύναμο να αντιδράσει.
Πολλές φορές, αποτέλεσμα του τραύματος είναι η παρουσίαση μετα-τραυματικών συμπτωμάτων. Τα συμπτώματα αυτά διαμορφώνουν ένα οργανωμένο σύνδρομο που ονομάστηκε Διαταραχή Μετατραυματικού Στρες (ΔΜΣ) (Post-Traumatic Stress Disorder – PTSD) (Horowitz, 1976; American Psychiatric Association, 1980).
Ο όρος αυτός αποδόθηκε για να περιγράψει μια διαταραχή, κύριο γνώρισμα της οποίας είναι η ανάπτυξη χαρακτηριστικών συμπτωμάτων που ακολουθούν ένα στρεσογόνο γεγονός, το οποίο είναι έξω από το φάσμα της συνήθης καθημερινής πραγματικότητας (πχ. έξω από το φάσμα συχνών εμπειριών όπως το πένθος, η χρόνια ασθένεια, η απώλεια εργασίας και η συζυγική διαμάχη). Το γεγονός αυτό, εμφανώς οδυνηρό σχεδόν για τον καθένα, βιώνεται με έντονο φόβο, αίσθημα αβοήθητου ή τρόμο. Τα χαρακτηριστικά συμπτώματα αυτής της διαταραχής περιλαμβάνουν αναβίωση του τραυματικού γεγονότος, αποφυγή των ερεθισμάτων που συνδέονται με το γεγονός ή ένα μούδιασμα της γενικότερης ανταπόκρισης του ατόμου καθώς και αυξημένη διέγερση. Δεν μπορεί να τεθεί διάγνωση εάν η διαταραχή διαρκεί λιγότερο από ένα μήνα, (DSM-III-R American Psychiatric Association, 1987).
Α. Το άτομο έχει εκτεθεί σε ένα τραυματικό γεγονός, στο οποίο ήταν παρόντα αμφότερα τα ακόλουθα:

    Το άτομο βίωσε, ήταν μάρτυρας ή βρέθηκε αντιμέτωπο με ένα γεγονός (ή γεγονότα), στο οποίο (ή στα οποία) υπήρξε πραγματικός ή επαπειλούμενος θάνατος ή σοβαρός τραυματισμός, ή απειλή της σωματικής ακεραιότητας του εαυτού ή άλλων.

    Η απάντηση του ατόμου περιελάμβανε έντονο φόβο, αίσθημα αβοήθητου ή τρόμου.

Σημείωση: Στα παιδιά αυτό μπορεί να εκφράζεται με αποδιοργανωμένη ή διεγερτική συμπεριφορά.
Β. Το τραυματικό γεγονός επαναβιώνεται επίμονα με έναν (ή περισσότερους) από τους ακόλουθους τρόπους:

    Επαναλαμβανόμενες και ενοχλητικές ανακλήσεις του γεγονότος, στις οποίες περιλαμβάνονται εικόνες, σκέψεις ή αντιλήψεις. Σημείωση: Στα μικρά παιδιά είναι δυνατό να υπάρχουν επαναληπτικά    παιχνίδια, στα οποία εκφράζονται θέματα ή πλευρές του τραύματος.

    Επανειλημμένα ενοχλητικά όνειρα του γεγονότος. Σημείωση: Στα παιδιά είναι δυνατόν να υπάρχουν όνειρα που προκαλούν φόβο χωρίς αναγνωρίσιμο περιεχόμενο.

    Το άτομο ενεργεί ή αισθάνεται σαν να ξανασυμβαίνει το τραυματικό γεγονός (περιλαμβάνονται μία αίσθηση επαναβίωσης της εμπειρίας, παραισθήσεις, ψευδαισθήσεις και αποσυνδετικά επεισόδια επαναβιώσεων (“flashback”), συμπεριλαμβανομένου και αυτών που συμβαίνουν σε εγρήγορση ή σε κατάσταση τοξίκωσης). Σημείωση: Στα μικρά παιδιά είναι δυνατό να υπάρχουν αναπαραστάσεις ειδικές του τραύματος.

    Έντονη ψυχολογική ενόχληση κατά την έκθεση σε εσωτερικές ή εξωτερικές νύξεις που συμβολίζουν ή μοιάζουν με κάποια πλευρά του τραυματικού γεγονότος.

    Σωματική αντίδραση κατά την έκθεση σε εσωτερικές ή εξωτερικές νύξεις που συμβολίζουν ή μοιάζουν με κάποια πλευρά του τραυματικού γεγονότος.

Γ. Επίμονη αποφυγή ερεθισμάτων συνδεόμενων με το τραύμα και παράλυση της γενικής απαντητικότητας (η οποία δεν υπήρχε πριν από το τραύμα), όπως φαίνεται από τρία (ή περισσότερα) από τα ακόλουθα:

    Προσπάθειες να αποφύγει σκέψεις, αισθήματα ή συζητήσεις που συνδέονται με το τραύμα.

    Προσπάθειες να αποφύγει δραστηριότητες, τόπους ή ανθρώπους που προκαλούν ανακλήσεις του τραύματος.

    Ανικανότητα να ανακαλέσει μια σημαντική πλευρά του τραύματος.

    Σαφής μείωση του ενδιαφέροντος ή της συμμετοχής σε σημαντικές δραστηριότητες.

    Αίσθημα απομάκρυνσης ή αποξένωσης από τους άλλους.

    Περιορισμένο εύρος του συναισθήματος (π.χ. αδυναμία του ατόμου να έχει συναισθήματα αγάπης)

    Αίσθηση σμίκρυνσης του μέλλοντος (π.χ. το άτομο δεν προσδοκά ότι θα σταδιοδρομήσει επαγγελματικά, ότι θα παντρευτεί, ότι θα έχει παιδιά ή ότι η ζωή του θα έχει φυσιολογική διάρκεια)

Δ. Επίμονα συμπτώματα αυξημένης διεγερσιμότητας (τα οποία δεν υπήρχαν πριν το τραύμα), όπως φαίνεται από δυο ή περισσότερα από τα ακόλουθα:

    Δυσκολία επέλευσης ή διατήρησης του ύπνου

    Ευερεθιστότητα ή εκρήξεις θυμού

    Δυσκολία συγκέντρωσης

    Υπερεπαγρύπνηση

    Υπερβολική απάντηση στο ξάφνιασμα

Ε. Η διάρκεια της διαταραχής (συμπτώματα των Κριτηρίων Β, Γ και Δ) είναι μεγαλύτερη από ένα μήνα
ΣΤ. Η διαταραχή προκαλεί κλινικά σημαντική ενόχληση ή ‘έκπτωση των κοινωνικών, επαγγελματικών ή άλλων σημαντικών περιοχών της λειτουργικότητας.  

μοιραστείτε το στο facebook